- χειροπληθής
- και χεροπληθής, -ές, ΜΑμσν.φρ. «ἀλφίτων χειροπληθές» — μια χούφτα αλεύριαρχ.τόσο μεγάλος ώστε να γεμίζει την παλάμη κάποιου, να μπορεί κανείς να τόν κρατήσει στην παλάμη του (α. «χειροπληθεῑς λίθοι», Ξεν.β. «χειροπληθής κορύνη», Θεόκρ.γ. «χειροπληθὲς μέγεθος», Θεοφρ.).επίρρ...χειροπληθῶς Ατόσο όσο μπορεί να χωρέσει στην παλάμη τού χεριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. κοσμο-πληθής].
Dictionary of Greek. 2013.