χειροπληθής

χειροπληθής
και χεροπληθής, -ές, ΜΑ
μσν.
φρ. «ἀλφίτων χειροπληθές» — μια χούφτα αλεύρι
αρχ.
τόσο μεγάλος ώστε να γεμίζει την παλάμη κάποιου, να μπορεί κανείς να τόν κρατήσει στην παλάμη του (α. «χειροπληθεῑς λίθοι», Ξεν.
β. «χειροπληθής κορύνη», Θεόκρ.
γ. «χειροπληθὲς μέγεθος», Θεοφρ.).
επίρρ...
χειροπληθῶς Α
τόσο όσο μπορεί να χωρέσει στην παλάμη τού χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. κοσμο-πληθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χειροπληθής — filling the hand masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροπληθῆ — χειροπληθής filling the hand neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χειροπληθής filling the hand masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χειροπληθής filling the hand masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροπληθεῖ — χειροπληθής filling the hand masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) χειροπληθής filling the hand masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροπληθεῖς — χειροπληθής filling the hand masc/fem acc pl χειροπληθής filling the hand masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροπληθές — χειροπληθής filling the hand masc/fem voc sg χειροπληθής filling the hand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροπληθοῦς — χειροπληθής filling the hand masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροπληθέσι — χειροπληθής filling the hand masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροπληθέσιν — χειροπληθής filling the hand masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροπληθῶν — χειροπληθής filling the hand masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροπληθῶς — χειροπληθής filling the hand adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”